Αυτό είναι το χρονικό μου από την εμπειρία μου σε ένα φορτηγό πλοίο, όπου το πλήρωμα ήταν ένας συνδυασμός Ρώσων και Ουκρανών ναυτικών. Κατά τη διάρκεια αυτής της σκοτεινής εποχής για την ανθρωπότητα, σκέφτηκα ότι έπρεπε να μοιραστώ αυτήν την ιστορία αυτών των δύο εθνικοτήτων που συνεργάζονται από κοινού, ειρηνικά.
Το Χρονικό σε ένα φορτηγό πλοίο από το Γιβραλτάρ στο Σουέζ.
Η ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ (22 - 23 ΙΑΝ)
Θα ήταν η πρώτη μου εμπειρία σε εμπορικό πλοίο. Στο αεροδρόμιο με βρήκε ο πράκτορας και με πήγε μέχρι τα σύνορα με το Γιβραλταρ. Εκεί συνειδητοποίησα ότι το Γιβραλτάρ ανήκει στην Αγγλία και όχι στην Ισπανία. Όλα εκεί θυμίζουν Αγγλία, γεγονός που μου φάνηκε ιδιαίτερα παράδοξο αφού πρόκειται για μια μεσογειακή τοποθεσία και αυτό με έκανε να αναλογιστώ πως θα ήταν και η Ελλάδα αν είχαμε και εμείς ένα οργανωμένο κράτος σαν την Αγγλία. Μάλλον ο ενθουσιασμός βέβαια ήταν όπως και με όλα τα καινούργια πράγματα. Μετά από λίγο καιρό θα αποφάσιζα ότι δεν θα της ταίριαζε τέτοια μοίρα.
Απροσδόκητες καθυστερήσεις και συναντήσεις
Το ταξί που με παρέλαβε από τα σύνορα του Γιβραλτάρ με άφησε προς έκπληξη μου στο ξενοδοχείο, ενώ περίμενα ότι θα πήγαινα απευθείας στο καράβι. Ο οδηγός όμως με διαβεβαίωσε ότι το καράβι δεν είχε φτάσει ακόμη. Αργότερα έμαθα τελικά ότι το πλοίο ναι μεν είχε φτάσει στο Γιβραλτάρ, περίμενε όμως τη σειρά του για να αγκυροβολήσει. Εδώ θα έκανε στάση για ανεφοδιασμό, όπως άλλωστε κάνουν και τα περισσότερα καράβια που περνούν από εδώ. Αυτό είναι ένα από τα βασικά έσοδα της πόλης, μαζί με τον διαδικτυακό τζόγο και τον τουρισμό.
Χρειάστηκε τελικά να περιμένω μιάμιση μέρα μεχρι να ανέβω στο καράβι, την οποία αξιοποίησα ανακαλύπτοντας αυτήν την ενδιαφέρουσα βρετανική πολιτεία. Μου θύμισε αρκετά την εποχή που έζησα στη Μεγάλη Βρετανία, έτσι αισθάνθηκα αρκετά οικεία, γυρίζοντας τις παμπ το βράδυ, με πρώτη τη «Lord Nelson» παραγγέλνοντας το αγαπημένο μου πάιντ από βαρελίσια Guinness. Τις μετακινησεις τις έκανα όλες πεζός αφού τα πάντα βρίσκονται αρκετά κοντά.
Το απόγευμα της δεύτερης ημέρας και αφού είχα γυρίσει μόλις πριν από λίγο στο δωμάτιο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από τη ρεσεψιόν για να μου πουν ότι το ταξί είναι κάτω και με περιμένει. Μου ήρθε ξαφνικό, γιατί περίμενα πρώτα μια ειδοποίηση από το πρακτορείο ότι επρόκειτο να έρθουν να με πάρουν. Ευτυχώς που έτυχε να βρίσκομαι στο δωμάτιο, έτσι μάζεψα τα πράγματα βιαστικά και κατέβηκα στο ταξί. Ο οδηγός είχε τα μπουρίνια του και διαμαρτυρήθηκε ότι με περίμενε είκοσι ολόκληρα λεπτά. Υπερβολές. Μόνο πέντε είχαν περάσει. Τελικά αποδείχτηκε ότι άδικα μου δημιούργησε άγχος, αφού στην προβλήτα που με άφησε δεν υπήρχε κανείς για να με παραλάβει.
Κάποιοι τύποι που άφηναν παλετες με την τροφοδοσία του πλοίου μου είπαν να περιμένω σε μια άκρη δίπλα από ένα μεγάλο κομμάτι μπετόν και ότι εκεί θα έρθει η λάντζα να με παραλάβει, αφού με ρώτησαν αν ήμουν ο superintendent που θα επιβιβαστεί. «Δεν ξέρω» τους απάντησα «για superintendent𐄁 super photographer ίσως», και γελάσαμε.
Προκλήσεις κατά την επιβίβαση στο καράβι
Είχε ήδη νυχτώσει και άρχισε να βρέχει. Βρήκα καταφύγιο σε κάτι δοχεία με πετρέλαιο που στέκονταν κόντρα στον άνεμο που φυσούσε. Ο φωτογραφικός μου ζήλος βέβαια αλλά και η αγωνία μου μην τυχόν έρθει η λάντζα και χάσω καμία καλή λήψη, με έκαναν μούσκεμα. Εκεί εμφανίστηκε και ένας τύπος ο οποίος θα ερχόταν στο πλοίο μαζί μου για να ελέγξει τη διαδικασία ανεφοδιασμού. Αυτός μου εξήγησε ότι θα ερχόντουσαν δυο λάντζες τελικά, μια για εμάς, αφού η δίκη του υπόθεση ήταν επείγουσα, και μία άλλη για τις παλέτες. Τελικά η πρώτη που ήρθε, ήταν αυτή για τις παλέτες.
Έχω ανέβει ξανά σε λάντζα, αλλά αυτή ήταν αρκετά μεγαλύτερη και μου φάνηκε δύσκολο το γεγονός ότι έπρεπε να πηδήξω πάνω της για να ανέβω. Αυτό που με απασχολούσε περισσότερο ήταν η βροχή γιατί τα πάντα γλιστρούσαν. Μοιράστηκα αυτή μου την αγωνία με τον τύπο -δεν έμαθα ποτέ το όνομα του- και μου είπε τον γενικό κανόνα: «θα περιμένεις το κύμα που θα σηκώσει το σκαρί προς το μέρος σου και τότε θα πηδήξεις. Αν δεν προλάβεις, μην βιαστείς, περίμενε το επόμενο».
Έτσι έκανα λοιπόν μολις έδεσε και η δική μας λάντζα και βρέθηκα πάνω της. Είχε βραδιάσει τελείως πια και στο νερό βλέπαμε γύρω μας πολλά εμπορικά πλοία. Ρώτησα τον κύριο χ αν ξέρει πιο είναι το δικό μας και μου είπε όχι. «Όμως», συνέχισε, «μην ανησυχείς γιατί αυτοί ξέρουν», δείχνοντας το πλήρωμα της λάντζας. Τον καπετάνιο και άλλον έναν που έστελνε μηνύματα με το κινητό του. Πράγματι μετά από λίγο όμως φτάσαμε στο καράβι. Το κατάλαβα από αρκετά μακριά γιατί το είχα δει σε φωτογραφία, η επιβεβαίωση όμως ήρθε πολύ σύντομα, μολις δηλαδή κατάφερα να διαβάσω την πρύμνη: «L...». Πάνω του ήταν προσκολλημένο το bunker που θα μας τροφοδοτούσε με πετρέλαιο, επισης ελληνικό: «ΝΑΞΟΣ».
Ο κύριος χ φώτιζε με το φακό του ενώ περιφερόμασταν γύρω από το πλοίο τις στάθμες και των δύο και σημείωνε τα νούμερα στο τεφτέρι του. Κάποια στιγμή όμως την είδα: μια ανεμόσκαλα επτά μέτρων κρεμασμένη από το καράβι. Εκεί με έπιασε τρόμος. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είπα στον κύριο χ: «τι, σοβαρά;» Αυτός απάντησε με ένα ξερό ναι, χωρίς να μου δώσει ιδιαίτερη σημασία. Η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπά δυνατά πριν καν απλώσω το χέρι μου να πιάσω τη σκάλα. Τότε άρχισα να φέρνω στο μυαλό μου όσες περισσότερες λογικές σκέψεις μπορούσα να σκαρφιστώ για να με καθησυχάσω:
«Τόσος και τόσος κόσμος το κάνει αυτό κάθε μέρα»
«Αφού είσαι τώρα εδώ θα πρέπει να το κάνεις»
«Κάποιος έχει σχεδιάσει αυτό το σύστημα σωστά ώστε να είναι ασφαλές για τον καθένα»
Δίνω λοιπόν ένα σάλτο, γραπώνομαι απ’ τα βρεγμένα καραβόσκοινα της σκάλας και αρχίζω να ανεβαίνω. Δεν κοιτάζω ούτε κάτω, γιατί έχω ακούσει ήδη την βάρκα που με εγκαταλείπει και με αφήνει κρεμασμένο στο κενό, αλλά ούτε και πάνω, για να μη βλέπω πόσο μεγάλη είναι ακόμη η απόσταση που απομένει. Μόνο το σχοινί που έχω μπροστά μου το οποίο σφίγγω μέσα στις γροθιές μου με όλη μου τη δύναμη. Κουβαλώντας την τσάντα με τον εξοπλισμό μου στην πλάτη και βρεγμένα χέρια, όλες οι τόσο λογικές σκέψεις κάνουν σιγά σιγά φτερά και έχουν πλέον αντικατασταθεί με άλλες : «στο επόμενο σκαλοπάτι θα γλιστρήσω και πάει και ο εξοπλισμός μου και να δω μετά πως θα με ανεβάσουν».
Οι ιδεοληψίες και ο τρόμος με είχαν καταβάλλει πλήρως. Έτσι το μόνο που σκεφτόμουν είναι να κρατώ σφιχτά το σχοινί και ένα ένα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια.
Όταν επιτέλους ανέβηκα, με υποδέχτηκαν δυο μέλη του πληρώματος, τους οποίους ούτε τους θυμάμαι ποιοι ήταν, μπορεί μάλιστα να ήταν και ένας! και αφού υπέγραψα στο μανιφέστο, με οδήγησαν στον καπετάνιο. Ήμουν φυσικά ακόμη μουδιασμένος και τους ακολουθούσα μηχανικά. Ο καπετάνιος ήταν πολύ φιλικός, με ενημέρωσε ότι σε λίγο θα έρθει ο chief officer να με οδηγήσει στην καμπίνα και με ρώτησε αν χρειαζόμουν κάτι ή αν ήθελα να γευματίσω. Του είπα ότι περιμένω πρώτα να επιστρέψει η καρδιά μου στη θέση της και μετά βλέπουμε. Εξήγησα ότι πρώτη μου φορά ανέβαινα σε εμπορικό πλοίο με τον πιλότο -έτσι όπως λέγεται αυτή η δαιμονισμένη σκάλα- και με κατάλαβε κάνοντας την κίνηση με τα χέρια του, της καρδιάς δηλαδή που χτυπά δυνατά βγαίνοντας από το στήθος.
Σε λίγο μπήκε ο chief officer και με οδήγησε στην καμπίνα μου η οποία είναι πολύ ευρύχωρη, αφου είναι η καμπίνα που κρατούν για τον ιδιοκτήτη. Στη συνέχεια μου έδειξε και τον χώρο του εστιατορίου (mess room) των αξιωματικών όπου θα μπορούσα να φάω. Μου έκανε εντύπωση αυτό το δωμάτιο. Αποτελείται από δύο μεγάλα τραπέζια στα οποία, επειδή πήγα εκτός της καθιερωμένης ώρας του δείπνου, ήταν στρωμένα με πιάτα με φαγητό, καλυμμένα με μεμβράνη ώστε όσοι δεν έφαγαν στις έξι, οπότε και σερβίρεται το δείπνο, μπορούσαν να φάνε την ώρα που ήθελαν. Είχε κρέας με πατάτες, σούπα, φρούτα και σαλάτα.
Μετα το δείπνο και αφού έφτιαξα και έναν καφέ, σκέφτηκα να γυρίσω στην καμπίνα μου, αφού το πλήρωμα ήταν απασχολημένο με τον ανεφοδιασμό και δεν ήθελα να είμαι στα πόδια τους, εξάλλου ακόμη δεν ήξερα κανέναν. Εκείνη όμως την στιγμή, μπήκε ο Anthony, ένας ψηλόλιγνος τύπος από την Ουκρανία -όλο το πλήρωμα εξάλλου αποτελείται από Ουκρανούς και Ρώσους- με μαλλί αλα Beatles και μου πρότεινε να ανέβω στη γέφυρα γιατί θα βαριόμουν μόνος μου. Έτσι λοιπόν τον ακολούθησα. Όσο ανεβαίναμε προς τη γέφυρα έμαθα ότι είναι ο δεύτερος (second officer) και ότι είχε σκεφτεί πολλές φωτογραφίες που μπορούμε να βγάλουμε. Ήταν και αυτός φωτογράφος παλιότερα. Του είπα λοιπόν ότι του αναθέτω τη δουλειά του βοηθού μου και έτσι θα του δώσω και διάφορες συμβουλές φωτογραφίας. Του άρεσε η ιδέα και μου είπε μάλιστα ότι θα είναι ο φιλος μου στο ταξίδι και ότι θα με βοηθήσει όπως μπορεί, αλλά κι εγώ θα πρέπει να τον βγάλω ωραίες φωτογραφίες. Τον διαβεβαίωσα ότι θα αλλάξει την φωτογραφία προφίλ που έχει στο Facebook και ενθουσιάστηκε.
Ζωή στο καράβι: Μια Συμφωνία Εμπειριών
Η Μεγαλειότητα του κύτους
Η γέφυρα ήταν εντυπωσιακή. Από εκεί έβλεπες το μεγαλείο του καραβιού: επτά αποθηκευτικούς χώρους (cargo holds), γεμάτοι με σπόρους σόγιας. Αν πετούσα μια πέτρα με όλη μου τη δύναμη από τη γέφυρα, δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα να τη φτάσω έως την τρίτη αποθήκη. Τους φόρτωσαν στη Ν. Ορλεάνη και τους μεταφέρουν στο Πακιστάν. Η συνολική χωρητικότητα του πλοίου είναι ογδόντα πέντε χιλιάδες τόνοι. Τώρα μεταφέρουμε εβδομήντα δύο χιλιάδες. Με ενημέρωσε σχετικά ο Anton ο τρίτος (third officer). Λόγω συνωνυμίας σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να αναφέρομαι σε αυτούς ως ο Anton ο δεύτερος και ο Anton ο τρίτος. Αλλά επειδή έτσι θα ακούγονται σαν βασιλιάδες, θα γράφω τον δευτερο Anthony και τον τρίτο Anton.
Αφού εξερεύνησα τη γέφυρα, έκατσα στη θέση του Anthony και τελείωσα τον καφέ μου. Ήταν όλοι τους πολύ απασχολημένοι και έτσι δεν είχα πολλές ευκαιρίες να τους μιλήσω. Δεν πειράζει, ακόμη νωρίς είναι. Αύριο θα έχουν συνηθίσει την παρουσία μου και λογικά θα είναι και πιο χαλαροί σκέφτηκα. Εξάλλου είχα ήδη ανακαλύψει κάποιους χώρους και απ’ ότι φαίνεται θα έκανα και τον πρώτο φίλο.
Ο καπετάνιος μου είπε ότι θα φύγουμε κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα. Τους καληνύχτισα λοιπόν και γύρισα στην καμπίνα μου. Η πρώτη εμπειρία ύπνου δεν ήταν η καλύτερη. Έχοντας σβήσει τη μηχανή για τον ανεφοδιασμό, στην καμπίνα είχε τρομερό κρύο. Κατέληξα κατά τις δυο τα ξημερώματα να έχω φορέσει όλα τα ρούχα που είχα στη βαλίτσα μου και είχα καταντίσει σαν αστροναύτης. Οπότε τώρα δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί ήταν πια αδύνατο να κλείσω τα χέρια μου. Ο ανεφοδιασμός τελείωσε μετά τις τρεις και μια ώρα μετά με πήρε επιτέλους ο ύπνος.
Σκεφτόμουν ότι ήθελα να κάνω ένα πρώτο πορτραίτο του καπετάνιου με φόντο τον επιβλητικό βράχο του Γιβραλτάρ αλλά δεν τα κατάφερα, αφού θα φεύγαμε τη νύχτα. Δεν πειράζει. Υπάρχει πολύ υλικό στο καράβι ενώ επιπλέον θα περάσουμε και την διώρυγα του Σουέζ. Εξάλλου στην τέχνη όπως έχω καταλάβει, ποτέ δεν φτάνεις τελικά εκεί που είχες προγραμματίσει να πας. Τελικά όμως αν την αφήσεις να σε οδηγήσει κάπου εκείνη, συνήθως σε περιμένει μια καλύτερη επιβράβευση.
Δυναμική πληρώματος και κοινές στιγμές
ΗΜΕΡΑ 3 (24 - 25 Jan)
Πίνω τον καφέ μου στο κατάστρωμα έξω από τη γέφυρα και απολαμβάνω την πίπα μου. Έχω πια και το δικό μου φλυτζάνι. Ο Anthony μου έφτιαξε χθες μια ετικετα «Georgios» και την επικόλλησε σε ένα λευκό φλιτζάνι σαν αυτά που βρίσκει κανείς στον πρωινό μπουφέ των ξενοδοχείων. Ορίστε, τώρα πια είσαι και επίσημα ναυτικός, μου είπε. Στέκομαι και χαζεύω τα απόνερα της πρύμνης και μου φαίνεται ότι ταξιδεύω με ένα επιβατικό πλοίο στο Αιγαίο για κάποιο όμορφο νησί της Ελλάδας. «Η μεσόγειος» απάντησε ο Anthony όταν σχολίασα το ποσό όμορφη μέρα μας έκανε σήμερα.
Είχα ανεβεί για να κάνω ένα πορτραιτο του Anton σε ένα δωμάτιο που μου άρεσε μέσα στη γέφυρα, εκεί που βρίσκονται οι ηλεκτρολογικοί πίνακες, μα τελικά άλλαξε η υπηρεσία του και βρισκόταν στο κατάστρωμα. Αποφάσισα όμως να μείνω λίγο και να απολαύσω τη γαλήνη της θάλασσας και τη λιακάδα. Μου ήρθε στο μυαλό κάτι που διάβαζα πριν λίγο, από τα γράμματα του Van Gogh προς τον αδερφό του Teo: «δεν έχουμε έρθει σε αυτήν τη ζωή για να γελάμε»... «δεν χρειάζεται να ζω καλύτερα από κάποιον άλλον. Μάλιστα, δεν υπάρχει ουσιαστικό νόημα στο να ζεις καλύτερα από τώρα».
Το πρωί είχα κάνει μερικές εικόνες με τον καπετάνιο στο κατάστρωμα. Του είχα δώσει ραντεβού στη γέφυρα στις επτά ώστε να προλάβουμε την ανατολή. Χρειάστηκε όμως να περιμένουμε μέχρι τις οκτώ, γιατί ναι μεν ο ήλιος έκανε την δουλειά του και ανέτειλε πίσω από την Αλγερία μπροστά μας, εντούτοις υπήρχαν αρκετά σύννεφα στον ουρανό οπότε έπρεπε να τον αφήσουμε λίγο ακόμη μέχρι να φωτίσει επαρκώς τη σκηνή μας. Ο καπετάνιος Evgeny είχε φορέσει τα «καπετανίσια» ρούχα του όπως του είχα ζητήσει και πήρε μαζί του τα πιο μεγάλα κυάλια που είχε.
Αποτύπωση στιγμών κατά την πλεύση
Το μέρος που πήγαμε στην πλώρη, μου το είχε δείξει χθες ο Vyacheslav (chief officer) κατά την ξενάγηση μου στο καράβι. Με τον καπετάνιο κάναμε εικόνες σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Τρία στην πλώρη και ένα ακόμη πάνω από τη γέφυρα. Ελπίζω πως από αυτά θα έχω μια εικόνα όπως τη θέλω. Τις εικόνες τις επιλέγω και τις φτιάχνω κάθε βράδυ στην καμπίνα μου και χθες είχα τρεις που μου άρεσαν. Παρότι η δεύτερη μέρα είχε κυρίως ξεναγήσεις, κατάφερα και έκανα τρία πορτραιτα στη γέφυρα. Τον καπετάνιο, τον Anthony κρατώντας τον εξάντα και τον Vyacheslav. Είδα όμως όλους τους χώρους του καραβιού, κατάλαβα καλύτερα τη διανομή του πληρώματος και πέρασα αρκετές ώρες με τον πρώτο και δεύτερο μηχανικό. Το δωμάτιο της μηχανής είναι πραγματικά εντυπωσιακό και υπάρχουν τόσα πολλά σημεία για φωτογραφίες. Εκεί δουλεύουν επτά άτομα συνολικά.
Στην αρχή είχα κάποιες αμφιβολίες για το χώρο αφού δεν μπαίνει φως της ημέρας από πουθενά, αλλά τα μηχανήματα συνθέτουν ένα τόσο σουρεαλιστικό σκηνικό, ενώ ακόμη και ο φωτισμός από λάμπες φθορίου εντείνει αυτήν την ατμόσφαιρα. Εκεί θα είναι και η επόμενη στάση μου σήμερα.
Καλλιτεχνικές Απόπειρες Εν μέσω Θαλάσσιων Πραγματικοτήτων
ΗΜΕΡΑ 4 (JAN 26)
Από χθες περνούσαμε κάτω από τη Σικελία και κατά το βράδυ έπιασα και σήμα στο κινητό, το οποίο με έφερε για λίγο σε επαφή με τον κόσμο. Έκανα μερικά τηλεφωνήματα και δημοσίευσα μάλιστα και μια φωτογραφία του καπετάνιου στα κοινωνικά μου δίκτυα. Ο ίδιος πίστευε ότι σε αυτήν δείχνει μεγαλύτερος από ότι είναι, αλλά εγώ πιστεύω ότι τον κάνει να φαίνεται πιο «καπετάνιος», όπως έχω τον καπετάνιο στο μυαλό μου. Του εξήγησα στο δείπνο πως οι φωτογραφίες δεν δείχνουν πάντοτε αυτό που βλέπουμε, αλλά ότι ο φωτογράφος πασχίζει να αποτυπώσει αυτό που αισθάνεται. «Σουρεαλισμός», πετάχτηκε ο πρώτος μηχανικός που έτρωγε δίπλα του. Φυσικά περιέγραφα τον ιμπρεσιονισμό αλλά μιας και ο σουρεαλισμός είναι επίσης μια από τις αγαπημένες μου ποιότητες σε μια φωτογραφία, του απάντησα «σωστά». Εξάλλου, εάν επρόκειτο να με βοηθήσουν να βγάλω σουρεαλιστικές φωτογραφίες, τόσο το καλύτερο.
Έδειξα μερικές από τις φωτογραφίες που είχα βγάλει αυτές τις μέρες στον καπετάνιο, ο οποίος τις κοιτούσε με απάθεια και στο τέλος είπε, «δεν καταλαβαίνω από αυτά, απλά είναι φωτογραφίες». Ταυτόχρονα με τον πρώτο δίπλα του, ο οποίος είπε «πολύ ωραίες» με θαυμασμό. - «Είχαμε πάει και με τη γυναίκα μου», συνέχισε ο καπετάνιος, «σε μια έκθεση ζωγραφικής μια φορά». - «Σου άρεσε;» Ρώτησα.
«Μπα»
«Γι αυτό δεν σε ενδιαφέρει και η φωτογραφία»
«Λες;»
«Μήπως σου αρέσει η όπερα;»
«Όχι»
Του εξήγησα λοιπόν ότι απλά δεν είναι φίλος της τέχνης. Η εκτίμηση της τέχνης είναι κάτι σαν το ουίσκι του είπα. Την πρώτη φορά που πίνεις σου φαίνεται πολύ άσχημο, αλλά όσο εκπαιδεύεις τον ουρανίσκο σου, τόσο περισσότερο το εκτιμάς. Έτσι και η τέχνη, χρειάζεται εκπαίδευση.
«Μπορείς να το εκπαιδεύσεις δηλαδή;»
«Φυσικά»
«Και εμένα προσπάθησαν να εκπαιδεύσουν. Φαίνεται όμως ότι δεν παίρνω εκπαίδευση», είπε τελικά γελώντας.
Τον καθησύχασα και του είπα να μην στεναχωριέται γιατί γύρω μας υπάρχει πολύ κακό από οτιδήποτε, κακή τέχνη, κακό φαγητό κ.λπ. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν είναι εκπαιδευμένο στο να εκτιμά την τέχνη. Αυτός είναι βέβαια και ο λόγος που υπάρχουν τόσα σκουπίδια που επιπλέουν και άνθρωποι που χτυπούν συγκαταβατικά τις πλάτες μεταξύ τους. Αυτό το τελευταίο δεν το είπα όμως.
Τρία ακόμη πορτραίτα έκανα χθες με τα οποία ήμουν ευχαριστημένος. Το πρώτο ήταν του Anton ο οποίος μου έδινε την εντύπωση όλες αυτές τις μέρες ότι ήταν πιο διστακτικός στο να βγει φωτογραφία, ίσως γιατί είναι από τη φύση του πιο ντροπαλός, αν και μπορεί να ήταν μόνο η ιδέα μου. Είχε σηκωμένα τα μανίκια του και παρατήρησα ότι είχε ένα ενδιαφέρον τατουάζ στον αριστερό του βραχίονα που κατέβαινε μέχρι τον πήχη. Όταν του ζήτησα να ποζάρει στο δωμάτιο με τους ηλεκτρικούς πίνακες της γέφυρας άρχισε να κατεβαζει τα μανίκια του. Όχι, όχι του είπα, μου αρέσει το τατουάζ! Έτσι τον έβγαλα μια φωτογραφία στην οποία φαίνεται σχεδόν κακοποιός.
Λίγη ώρα αργότερα, ενώ έπινα τον καφέ μου στη γέφυρα, παρατήρησα δυο από το προσωπικό του καταστρώματος να κάνουν δουλειές. Ο ένας μάλιστα φορούσε μια λευκή φανέλα στο πρόσωπο του, προστατευτικά γυαλιά και κράνος. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα και έτσι θέλησα να κατέβω να τον φωτογραφίσω. Πήρα την άδεια από τον καπετάνιο και κατέβηκα. Έτσι κατάφερα δυο ακόμη πορτραίτα, ένα δικό του και ένα με αυτόν που δούλευε μαζί του, τον οποίο τον έβαλα να σταθεί σε δύο τρία σημεία. Οι δύο εικόνες που μου άρεσαν ήταν αυτή που στάθηκε μπροστά από την εννέα τόνων εφεδρική άγκυρα και άλλη μία που στέκεται στο ελικοδρόμιο.
Το υπόλοιπο απόγευμα κάναμε μερικές εικόνες στη γέφυρα με τον Anthony μιας και τον ενδιέφερε το θέμα όντας φωτογράφος και ο ίδιος παλαιότερα. Είχε φωτογραφίσει μερικούς γάμους στην πατρίδα του την Ουκρανία και αργότερα φωτογράφιζε σε διάφορα clubs κατά την διάρκεια φεστιβάλ όπως αυτό του Kazantip. Από αυτό βγήκαν ακόμη δυο τρεις εικόνες ικανοποιητικές.
Μαγειρείο, μηχανοστάσιο, χόμπι και μια έναστρη νύχτα
ΗΜΕΡΑ 5 (JAN 27)
Σήμερα ξεκίνησα με την καθημερινή μου πια συνήθεια του πρωινού καφέ στο κατάστρωμα της γέφυρας και στη συνέχεια κατέβηκα στον μάγειρα και έκατσα μαζί του στην κουζίνα. Με τα λίγα Ελληνικά που μιλούσε μου είπε «Καλώς ήρθες στην κουζίνα» αφού του εξήγησα ότι κατέβηκα για να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες. Ο Vyacheslav μου είχε πει μάλιστα ότι με περίμενε να τον φωτογραφίσω και ότι από χθες είχε αλλάξει στην καλή του την ποδιά για να βγει φωτογραφίες. Σε μένα συγκρατούσε τον ενθουσιασμό του φυσικά, αλλά μόλις τελειώσαμε, μου ζήτησε να του στείλω τις φωτογραφίες να τις δείξει στη γυναίκα του.
Το ίδιο μου είχε ζητήσει και ο καπετάνιος όταν έβγαζα τις δικές του φωτογραφίες. Πάλι μου θύμισαν κάτι που διάβαζα στο βιβλίο μου με τα γράμματα του Van Gogh: ότι οι ναυτικοί έχουν σε εκτίμηση αυτούς που κάνουν καλά πορτραίτα, γιατί τα θέλουν για τις γυναίκες τους στη στεριά.
Το απόγευμα έχω σκοπό να το περάσω με το πλήρωμα του καταστρώματος, αν μου αρέσει το φως και ο ουρανός, μιας και οι εικόνες θα γίνουν εξωτερικά οι περισσότερες. Το απόγευμα της τρίτης ημέρας είχα κάνει και τα πορτραίτα του πληρώματος του μηχανοστασίου. Τελικά όπως είχα υποθέσει και κατά το ρεπεράζ, βγήκαν πολύ ενδιαφέροντα. ο Alexandr (δεύτερος μηχανικός) με πήγε γύρω από το μηχανοστάσιο και έβγαλα φωτογραφίες με αυτόν αλλά και με τους υπόλοιπους. Τελευταίο άφησα τον πρώτο, ο οποίος δεν πολύ ήθελε να βγεί φωτογραφίες, αλλά τελικά πιστεύω λόγω συμπάθειας στάθηκε.
Η πιο ωραία του φωτογραφία είναι αυτή που στέκεται μπροστά από τον πίνακα ελέγχου και έχει λίγο ανοιχτή τη μπλούζα του με την εικόνα του Αγίου Νικολάου να φαίνεται κρεμασμένη στο στήθος του. «Δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί ξερεις», μου είχε πει την πρώτη μέρα που τον γνώρισα, δείχνοντάς μου αυτό το μενταγιόν και την αντίστοιχη εικόνα που είχαν κρεμασμένη στον τοίχο. Συζητήσαμε για τις διάφορες παραδόσεις που έχουμε μέσα στο χρόνο και μας κάνουν να μοιάζουμε. Είναι ενδιαφέρον τελικά το πόσο οι παραδόσεις ορίζουν το ποιοι είμαστε.
Από χθες είχα και μια επιπλέον ιδέα για το πρότζεκτ, η οποία είναι άλλη μια απόδειξη για το πόσο σημαντικό είναι να παίρνεις το χρόνο σου σε κάθε δουλειά που κάνεις. Ο Anthony μου είπε ότι τώρα τελευταία του άρεσε να ζωγραφίζει. Δεν είχε καμία σχέση με το άθλημα παλαιότερα, αλλά μετά από μια γυναίκα ζωγράφο με την οποία κοιμόταν, του μπήκε το μικρόβιο. Έτσι τώρα έχει το καβαλέτο, τους μουσαμάδες και τα χρώματά του μέσα στην καμπίνα του και ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του. Έτσι συμφωνήσαμε να βρούμε χρόνο να κάνουμε μερικές εικόνες.
Οι καμπίνες φωτίζονται πολύ όμορφα από ένα μοναδικό φινιστρίνι που διαθέτουν. Σκέφτηκα ότι ακόμη και αν ο ήλιος έμπαινε μέσα στην καμπίνα απευθείας την ώρα που θα κάναμε την φωτογράφιση, θα μπορούσαμε να καλύψουμε το φινιστρίνι με ένα λευκό σεντόνι και να τον «ηρεμήσουμε».
Έτσι άρχισα να παρατηρώ αντίστοιχα γεγονότα στο καράβι που θα μπορούσαν να γίνουν φωτογραφικά θέματα. Για παράδειγμα παρατήρησα ότι υπήρχε ένας σάκος του μποξ κοντά στο Muster Station, το σημείο δηλαδή συγκέντρωσης σε περίπτωση κινδύνου. Ρωτώντας έμαθα ότι ο Volodymyr (oiler) παίζει μποξ. Να μια ακόμη ενδιαφέρουσα εικόνα. Το περισσότερο πλήρωμα ακόμη έμαθα ότι κουρεύει τα μαλλιά του μέσα στο καράβι, με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Ποιος ξέρει πόσες άλλες ενδιαφέρουσες συνήθειες θα ερχόντουσαν στην επιφάνεια, αν λόγου χάρη κανείς έμενε στο καράβι για ένα μήνα; Ή για περισσότερο;
Ακόμη ένα πορτραίτο είχα κάνει σήμερα, του βοηθού του μάγειρα (messman). «Το καμαρωτάκι», όπως μου είπε ο μάγειρας όταν πέρασε από μπροστά μας χαμογελώντας. Ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον ξανθός ντροπαλός νεαρός και τον έβαλα να σταθεί σε μερικές πόζες στο εστιατόριο.
Στη συνέχεια έκανα μερικές εικόνες με τον Anthony στην καμπίνα του να ζωγραφίζει και μάλιστα τον έπεισα να φορέσει την στολή βύθισης (immersion suit) που υπάρχει σε κάθε καμπίνα για περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης. Ήξερα ότι την φορούν κατά καιρούς όταν κάνουν τις σχετικές ασκήσεις ετοιμότητας οπότε και δεν θα του ήταν δύσκολο. Πράγματι κάναμε μερικές εικόνες τέτοιες, οι οποίες είχαν έντονο το στοιχείο του σουρεαλισμού που μου αρέσει πάντα στις εικόνες μου και το αναζητώ. Αισθανόμουν πλέον αρκετά άνετα με τον Anthony να του ζητάω πόζες, αφού είχαμε κιόλας γίνει φίλοι. Τήρησε τελικά την υπόσχεση του. Είχαμε ήδη συζητήσει κάποιες φορές για γυναίκες και κατά τη γνώμη μου, όταν δύο άντρες έχουν μιλήσει για γυναίκες, έχουν γίνει φίλοι.
Εκείνος μου πρότεινε το βράδυ πριν πέσω να κοιμηθώ, να ανέβω στη γέφυρα και ότι μετά από περίπου δεκαπέντε λεπτά, οπότε θα έχουν συνηθίσει και τα μάτια μου, να απολαύσω τον έναστρο ουρανό. Πράγματι ως τώρα δεν είχα ανέβει ποτέ στη γέφυρα βράδυ. Έτσι το βρήκα καλή ιδέα.
Αμέσως μετά είχα κανονίσει με τον Volodymyr να πάρει τα γάντια του μποξ και να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες στον σάκο που ήταν στο κατάστρωμα. Έτσι κατέβηκα στο μηχανοστάσιο και ζήτησα από τον πρώτο μηχανικό να τον αφήσει να έρθει μαζί μου. Εκείνος μόλις με είδε στο μηχανοστάσιο αμέσως με ρώτησε αν ήθελα να μου ετοιμάσει τον καφέ μου για να του κάνω παρέα. Του είπα ότι δυστυχώς με περίμεναν πολλοί για φωτογραφίες οπότε θα φρόντιζα να επιστρέψω μιαν άλλη φορά. Κάναμε λοιπόν μερικές εικόνες με τον Volodymyr, ενώ στη συνέχεια πήγα γρήγορα στην επόμενη συνάντηση μου, όπου έκανα ακόμη μερικές εικόνες με δύο μέλη του πληρώματος του καταστρώματος. Μία καλή εικόνα με τον λοστρόμο (bosun), βαστώντας μια κουλούρα νεροσωλήνα και μία με τον OS Denys στην πρύμνη. Ο ήλιος μόλις είχε δύσει οπότε το φως ήταν πολύ ευχάριστο.
Το βράδυ κατά τις εννιά, ανέβηκα τελικά στην γέφυρα. Προσπάθησα προηγουμένως να καταλάβω αυτό που μου είχε πει ο Anthony από το φινιστρίνι της καμπίνας μου, μάταια όμως. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν η κόκκινη ημισέληνος και η Αφροδίτη. Ίσως και κανένα δύο αστέρια ακόμη.
Τα πράγματα όμως στη γέφυρα ήταν διαφορετικά. Το πλοίο το βράδυ είναι τελείως σκοτεινό εξωτερικά, ώστε να μπορούν να βλέπουν καλύτερα όσοι έχουν υπηρεσία στην πλοήγηση. Μέχρι και η γέφυρα στην πόρτα εισόδου της έχει έναν διακόπτη-παγίδα ώστε μόλις την ανοίγεις, να σβήνει το φως του κλιμακοστασίου. Ο χώρος πλοήγησης είναι τώρα χωρισμένος από το πίσω γραφείο το οποίο φωτίζεται, με μια βαριά βελούδινη κουρτίνα για να μην περνάει καθόλου το φως μπροστά.
Πραγματικά μόλις πέρασα από την κουρτίνα, δεν μπορούσα καν να δω που βρίσκεται ο Anton, ο οποίος είχε εκείνη την ώρα υπηρεσία. Για να βγω στο κατάστρωμα, χρειάστηκε να ψηλαφίσω το σκαρί. Έξω έβλεπα τώρα λίγα περισσότερα αστέρια από όσα είχα δει από το φινιστρίνι μου. Σταδιακά όμως όλο και περισσότερα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Ο ουρανός είχε αρχίσει να έχει ενδιαφέρον και έτσι σκέφτηκα να γεμίσω την πίπα μου και να μείνω λίγο περισσότερο. Σε λίγα λεπτά το θέαμα ήταν μαγευτικό. Μπορούσα πλέον να διακρίνω πολύ καθαρά τον γαλαξία μας αλλά ακόμη και όλο το σκαρί του καραβιού. Δεν μπορούσες πια να βρεις την παραμικρή σπιθαμή ουρανού που να μην είναι ντυμένη με άστρα.
Η μόνη παρόμοια εμπειρία μου ήταν στο αστεροσκοπείο του Ψηλορείτη πάνω από το Ιδαίον Άντρον στα Ανώγεια της Κρήτης. «Τα μάτια μας είναι καταπληκτικό όργανο» είπα στον Anton, που είχε βγει για να καπνίσει μαζί μου. Του εξήγησα πως εχουμε την ανθρώπινη όραση για σημείο αναφοράς στη διαβάθμιση του διαφράγματος των φωτογραφικών φακών και του φάνηκε ενδιαφέρον, ή έτσι τουλάχιστον από ευγένεια με άφησε να πιστεύω.
Μιλήσαμε για τα ενδιαφέροντα του, τα οποία είναι το κυνήγι και το ψάρεμα, όταν τουλάχιστον βρίσκεται στη στεριά. Γύρευα να ανακαλύψω κάποια φωτογραφικά ενδιαφέρουσα συνήθεια σαν αυτή του Anthony. «Ξέρεις ότι ο Anthony ζωγραφίζει στην καμπίνα του;» τον ρώτησα.
«Προσπαθεί να ζωγραφίσει», είπε χαμογελώντας
«Όπως και να ‘χει»
Βλέποντας όλα αυτά τα αστέρια με τέτοια διαύγεια, μου φάνηκε πια φυσικό που οι παλιοί ναυτικοί μπορούσαν να βρουν τη θέση τους και την κατεύθυνση τους με αυτά. Είναι σαν να έχεις ένα χάρτη συνεχώς πάνω από το κεφάλι σου. Κάτι που ένας άνθρωπος της πόλης σαν εμένα, δύσκολα αντιλαμβάνεται.
«Μπορείς να πεις τώρα προς τα πού πηγαίνουμε, κοιτάζοντας τα αστέρια;» ρώτησα
«Όχι, αλλά μπορώ να το βρω. Έχουμε βιβλία με πίνακες για αυτό. Χρειάζεται να ξέρεις την ημερομηνία και την ώρα. Μετά μπορείς να βρεις τη θέση σου και κατά συνέπεια την κατεύθυνση σου».
Θυμήθηκα που μου το είχε εξηγήσει ο Anthony όταν μου είχε δείξει τη λειτουργία του εξάντα. Για το πως δηλαδή μπορείς να βρεις τη θέση σου με ακρίβεια μερικών ναυτικών μιλίων. Οπότε έκανα τη σύνδεση. Αν κάνεις δύο μετρήσεις με χρονική διαφορά, θα μπορείς να υπολογίσεις την κατεύθυνση αλλά και την ταχύτητα σου.
Μιλήσαμε λίγο ακόμη για τις σπουδές του και κάποιες εμπειρίες που είχε κατά την εκπαίδευση του, όπως η διαμονή του για μία εβδομάδα σε ένα πυρηνικό παγοθραυστικό και για το μέρος που μένει στη Ρωσία, κατά μήκος του ποταμού Βόλγα και στη συνέχεια τον καληνύχτισα.
Δέσιμο με τους ναυτικούς
ΗΜΕΡΑ 6 (JAN 28)
Στην αρχή ανησυχούσα μήπως μου φανούν πολλές οι μέρες στο καράβι και αισθανόμουν εγκλεισμό. Δεν είχα περάσει ξανά τόσο μεγάλο διάστημα εν πλω και συνηθισμένος από τα καλοκαιρινά ταξίδια που αν διαρκούν πάνω από δώδεκα ώρες φαίνονται ατελείωτα, δεν ήξερα καθόλου τι να περιμένω. Η αλήθεια είναι όμως ότι έχουν περάσει μια χαρά οι μέρες και σίγουρα αν ακόμη το ταξίδι μου διαρκούσε και δεκαπέντε ημέρες δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Ίσως έχει να κάνει με το ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν με ενδιαφέρει ο προορισμός οπότε δεν περιμένω να φτάσω κάπου. Μάλλον αυτό τελικά είναι αυτό που κάνει και πιο δύσκολο το ταξίδι με επιβατικό πλοίο.
Μήπως έτσι δε λειτουργούν και όλα στη ζωή μας; Αν δουλεύεις για παράδειγμα με μόνο στόχο να πάρεις το μισθό σου στο τέλος του μήνα, η δουλειά σου φαίνεται επίπονη. Αντίθετα αν δουλεύεις γιατί σου αρέσει να κάνεις ό,τι είναι αυτό που κάνεις, τότε η δουλειά κυλά ευχάριστα.
Πλέουμε σήμερα κάτω από την Κρήτη σχεδόν για όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μετά το πρωινό, ανέβηκα στη γέφυρα. Εκεί με περίμεναν ο Vyacheslav μαζί με τον μαθητευόμενο. Είχε εκπαίδευση εκείνη την ώρα και με την ευκαιρία βγάλαμε μερικές φωτογραφίες. Σήμερα έβαλα και πλυντήριο στο καράβι και έγραψα αρκετά για την εμπειρία μου εδώ. Προτιμώ να γράφω κατά τη διάρκεια ενός γεγονότος γιατί όλα είναι πιο φρέσκα στη μνήμη μου.
Αυτή τη φορά σκέφτηκα να γράψω στο καπνιστήριο, ένα δωμάτιο στο Deck A (πρώτος όροφος ας πούμε) όπου επιτρέπεται το κάπνισμα και είναι και χώρος συγκεντρώσεως του πληρώματος. Σκέφτηκα ότι κάποιος θα μπορούσε να περάσει όσο καθόμουν εκεί και ίσως να μου δινόταν και η ευκαιρία να κάνω κάποια εικόνα. Πράγματι, ήρθε ο Anton και κάναμε μια φωτογραφία, ενώ αργότερα πέρασε και ο μάγειρας δυο φορές αφού εκεί είναι ο χώρος που μπορεί να καπνίζει. Με αυτόν δεν κάναμε εικόνες γιατί πιάσαμε την κουβέντα. Μου έλεγε για άλλα καράβια στα οποία είχε δουλέψει και επιπλέον αναλύσαμε την συνταγή την μελιτζανοσαλάτας.
Το απόγευμα ανέβηκα ξανά στη γέφυρα γιατί για πρώτη φορά με είχε πιάσει μια ελαφρά ναυτία και πήγα να πάρω λίγο αέρα. Εκεί βρήκα τον καπετάνιο με τον Vyacheslav. Ο τελευταίος, όντας και ο γιατρός του πληρώματος, μου πρότεινε να μου δώσει μια ταμπλέτα αλλά του είπα ότι δεν είμαι τόσο άσχημα. Μου συνέστησε επίσης να δοκιμάσω νερό με λίγο στυμμένο λεμόνι για να την καλμάρω σε περίπτωση που χειροτερέψει. «Πάντως», αστειεύτηκε, «μην ανησυχείς, στην ανάγκη και την σκωληκοειδίτιδα μπορώ να σου βγάλω. Έχω νυστέρι, έχω απ’όλα. Απλά δεν μπορώ να εγγυηθώ για τα αποτελέσματα». Αν είναι έτσι του απάντησα, την βγάζω και μόνος μου.
Ο καπετάνιος κατέβηκε να δειπνήσει και εγώ έμεινα λίγο ακόμη με τον Vyacheslav, ώσπου να βραδιάσει. Η ναυτία μου είχε κιόλας περάσει. Μιλήσαμε κυρίως για την δουλειά στα καράβια και για την κατάσταση στην Ελλάδα. Με ρώτησε λεπτομέρειες για τις σπουδές μου στην Σκωτία και για τα δίδακτρα, γιατί μπορεί να σκεφτεί να στείλει τα παιδιά του στην Ευρώπη να σπουδάσουν. Σχετικά με τη θάλασσα, μου είπε ότι πάντοτε συμβουλεύει τους μαθητευόμενους να το σκεφτούν καλά πριν γίνουν ναυτικοί, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα περάσουν τη μισή ζωή τους στη θάλασσα. Σε περίπτωση που αυτό τους τρελάνει ή τους προκαλέσει κατάθλιψη, δε θα κάνουν κακό μόνο στον εαυτό τους αλλά και στο υπόλοιπο πλήρωμα που θα είναι μαζί τους.
Την αγάπη για αυτό που κάνεις όπως φαίνεται δεν μπορεί να σου την διδάξει κανείς, πρέπει να τη βρεις μόνος σου. Αυτό είναι το ταλέντο που λέμε. Δεν είναι κάποιο μαγικό χάρισμα που έχει κάποιος, αλλά η αγάπη που έχει σε αυτό που κάνει.
Πριν φύγω για την καμπίνα μου ο Vyacheslav για να με αποχαιρετήσει, μπήκε πίσω από το διαχωριστικό βελούδινο παραπέτασμα, στο δωμάτιο που είχε λίγο φως. Εκεί είδα μια φωτογραφία ακόμη.
Είναι τόσα πολλά που μπορώ να κάνω εδώ, αλλά οι μέρες φτάνουν κιόλας στο τέλος τους. Σίγουρα άλλη μια βδομάδα σκέφτομαι ότι θα ήταν χρήσιμη και ποιος ξέρει σε τι εικόνες θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη. Ίσως στο επόμενο.
Αξιωματούχοι που επιβιβάζονται στο πλοίο στο Πορτ Σάιδ
ΗΜΕΡΑ 8 (JAN 30)
Τελευταία ημέρα στο καράβι. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Το πρωί κατά τις δέκα, φτάνουμε στο Σάιδ και μόλις φύγουμε από εκεί, θέλουμε άλλες δώδεκα περίπου ώρες για να φτάσουμε στον ενδιάμεσο σταθμό για το Σουέζ. Εκεί μαζεύονται όλα τα κομβόι και με τη βοήθεια τοπικού καπετάνιου θα περάσουμε το τελευταίο στενό κομμάτι της διώρυγας, όπου χωράει να περάσει ένα μόνο πλοίο τη φορά. Στο Σουέζ αποβιβάζομαι και επιστρέφω αεροπορικώς στην Αθήνα. Η πτήση μου είναι για μεθαύριο τα ξημερώματα από το Κάιρο. Σκεφτόμουν ότι αν φτάναμε σήμερα το βράδυ, ίσως να είχα το χρόνο να επισκεφτώ και τις μεγάλες πυραμίδες που ποτέ δεν έχω δει από κοντά. Ίσως και να καταφέρω να κάνω μερικές εικόνες με κάποιον τουρίστα που θα βρίσκεται εκεί.
Επισκέφτηκα μερικές φορές μέχρι τώρα τη γέφυρα, να δω τι γίνεται και αν υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον στο Σάιδ. Εκεί βρισκόντουσαν όλοι υπ’ ατμόν γιατί σε κάθε λιμάνι υπάρχει πολύ μεγάλη γραφειοκρατία και έλεγχοι. Γύρω μας έπλεε ένας μεγάλος αριθμός από λογιών λογιών πλοία, τα οποία περίμεναν τη σειρά τους να αγκυροβολήσουν. Άκουγα την επικοινωνία στον ασύρματο, μεταξύ των καραβιών και των τοπικών αρχών, όπου οι μεν έδιναν πληροφορίες για το πλοίο τους, τον προορισμό τους και το φορτίο που κουβαλούν, ενώ οι δε τους έλεγαν πότε να προχωρήσουν και σε ποια θέση μπορούσαν να αγκυροβολήσουν.
«Τα λιμάνια τώρα πια, μόνο στρες μας δημιουργούν», μου είχε πει ο Anton χθες. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα δεν έχουν το χρόνο να κατέβουν γιατί έχουν πολλές δουλειές να κάνουν και ειδικά όταν οι βάρδιες είναι εξάωρες. «Ίσως όταν οι βάρδιες είναι τετράωρες κάποιος μπορεί να κατέβει για μερικές ώρες. Για λίγο αλκοόλ, καμία γυναίκα...»
Το αλκοόλ δεν επιτρέπεται πια στα καράβια. Όσο για τις γυναίκες, παρατήρησα:
«Μετά από έξι ή οκτώ μήνες χωρίς γυναίκα, θα πρέπει να βγαίνεις στον κόσμο αφηνιασμένος»
«Σίγουρα σου φαίνονται όλες όμορφες»
Στο λιμάνι επιβιβάζονται κάποιοι από τις τοπικές αρχές και μιας και δεν αποτελούν μέρος του τακτικού πληρώματος η ασφάλεια είναι περισσότερη. Ο Vyacheslav μου ζήτησε να κλειδώνω την καμπίνα μου όποτε είμαι έξω από αυτήν, όπως ομοίως κλειδώνονται και οι περισσότεροι σημαντικοί κοινόχρηστοι χώροι. Για το γεύμα σου πηγαίνεις μόνο τις ώρες ακριβώς που σερβίρεται, γιατί τις υπόλοιπες το εστιατόριο είναι κλειστό και ο μάγειρας κλειδωμένος στην κουζίνα του.
Είχα ζητήσει από τον Vyacheslav, ο οποίος είναι και υπεύθυνος όλου του πληρώματος, να κάνουμε μία φωτογράφιση με τη σωστική λέμβο ελεύθερης πτώσης και τρεις ναύτες, φορώντας τη στολή βύθισης μέσα στη λέμβο. «Δεν είναι κάτι όμως που κάνουμε σαν άσκηση στο καράβι», μου είπε. «Δεν πειράζει» του απάντησα, «εδώ κάνουμε τέχνη, όχι καταγραφή». Έτσι μου υποσχέθηκε ότι θα το οργανώσουμε.
Χθες είχα κάνει μερικές εικόνες στην πλώρη και την αποθήκη που βρίσκεται εκεί (boatswain store), τεσσάρων μελών του πληρώματος καταστρώματος. Έκανα ακόμη μία που μου άρεσε πολύ, πάνω σε ένα δωμάτιο το οποίο βρισκόταν δίπλα στο ελικοδρόμιο. Μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν μπροστά σε μία μεταλλική πισίνα και ο Denys (OS) ήταν έτοιμος να βουτήξει μέσα.
Τα βράδια ευτυχώς έχω φέρει το βιβλίο μου μαζί και έχω και μερικά επεισόδια από σειρές που βλέπω, γιατί το βιβλίο από μόνο του δεν έφτασε. Έμαθα πριν φύγουμε από το Γιβραλτάρ ότι δεν θα έχουμε πρόσβαση στο ίντερνετ για προσωπική χρήση στην διάρκεια του ταξιδιού και έτσι φρόντισα να οργανωθώ από το δίκτυο της κινητής που είχα ακόμη στη διάθεσή μου μέχρι να φύγουμε.
Παλαιότερα μου είπε ο Anthony, τις ελεύθερες ώρες τους πήγαιναν όλοι στο καπνιστήριο, έβλεπαν τηλεόραση ή έπαιζαν κάποιο παιχνίδι. Τώρα όμως, ο καθένας κλείνεται στην καμπίνα του και κάνει τα δικά του πράγματα.
Πράγματι, μετά τις επτά το απόγευμα που έχει τελειώσει το δείπνο, δεν κυκλοφορεί κανείς στο καράβι, εκτός φυσικά από αυτούς που βρίσκονται στα πόστα τους. Είναι η ώρα που ουσιαστικά έρχεται η μέρα στο τέλος της. Έτσι και εγώ φροντίζω να είμαι στη γέφυρα ή στο μηχανοστάσιο μέχρι εκείνη την ώρα για να έχω συντροφιά πριν γυρίσω στην καμπίνα.
Χθες το απόγευμα συζητούσαμε για τον κομμουνισμό στην Ρωσία με τον καπετάνιο και τον Vyacheslav. Απ’ ότι φαίνεται, οι σημερινοί Ρώσοι προτιμούν τον καπιταλισμό. «Ο κομμουνισμός πάει», μου είπε, «τελείωσε και δεν ξανάρχεται». Προσπαθώντας να κάνω λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου, παρατήρησα ότι ίσως η ιδέα του κομμουνισμού per se να μην είναι και τόσο άσχημη. «Τα ιδεώδη πολιτεύματα», με διέκοψε, «χρειάζονται ιδανικούς ανθρώπους. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει». Σώπασα. Τι αντεπειχήρημα να φέρεις σε αυτό.
Η φάρμα των ζώων του Όργουελ τα έχει εξηγήσει όλα.
Επίλογος
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ (ΙΑΝ 31)
Τελικά θα έμενα ακόμη μια μέρα στο καράβι. Από το Σάιδ καταφέραμε να φύγουμε τα μεσάνυχτα και το πρωί φτάσαμε στον σταθμό μας πριν το Σουέζ. Εκεί πάλι έπρεπε να περιμένουμε αρκετές ώρες μέχρι να ακολουθήσουμε το κομβόι μας και τελικά πήραμε την τελική ευθεία μόλις άρχισε να βραδιάζει. Ο καπετάνιος από τις τοπικές αρχές, σε συνεργασία με τον δικό μας, οδηγούσε το πλοίο με χειρουργική ακρίβεια μέσα στη διώρυγα. Για κακή μου τύχη δεν θα είχα την ευκαιρία να κάνω εικόνες με την διώρυγα στο φόντο αφού όταν μπήκαμε στο στενό της κομμάτι είχε ήδη νυχτώσει. Αριστερά και δεξιά έβλεπα διάφορα σπίτια στις ακτές της διώρυγας και το καράβι μας έπλεε αργά προς τον προορισμό του.
Όταν φτάσαμε, ευτυχώς δεν υπήρχε ξανά αυτή η ανεμόσκαλα που με είχε τρομάξει τόσο όταν είχα επιβιβαστεί. Αυτή τη φορά είχαν κατεβάσει μία πιο στοιβαρή σκάλα από αλουμίνιο και καραβόσκοινο για κουπαστη πάνω στη λάντζα που θα μας πήγαινε στο λιμάνι. Κατέβηκαν αρκετοί μαζί μου αφού το συμβόλαιο από κάποιους στο πλήρωμα είχε τελειώσει και θα επέστρεφαν επιτέλους στα σπίτια τους.
Η αδρεναλίνη βέβαια δεν έλειπε και σε αυτή την περίπτωση, αφού το πλοίο δεν ήταν τελείως σταματημένο και η λάντζα προσπαθούσε να κρατήσει την κατάλληλη ταχύτητα για να είναι σταθερή σε σχέση με την σκάλα. Αφού ανεβήκαμε καθίσαμε σε καρέκλες περιμετρικά της λέμβου και συνέχεια είχαν οι βαλίτσες και διάφορα κιβώτια που θα έμπαιναν και αυτά μαζί μας. Επειδή η λάντζα έχανε τη θέση της πολλές φορές, έπρεπε να αναπτύξει ταχύτητα για να βρεθεί ξανά δίπλα στο πλοίο. Κάθε φορά που το φτάναμε, ήταν ουσιαστικά σαν να συγκρουόμασταν με ένα μεγάλο τοίχο. Έμοιαζε η όλη κατάσταση σα να βρίσκεσαι σε τρενάκι του λούνα παρκ.
Στο δρόμο για το λιμάνι σκεφτόμουν το πόσο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι με ένα καράβι πλέεις πάνω από έναν σκοτεινό και άγνωστο για σένα κόσμο που βρίσκεται στα βάθη της θάλασσας. Έναν κόσμο που έχει περισσότερα είδη πανίδας και χλωρίδας από τον δικό μας στη στεριά. Όμως το μόνο που βλέπουν τόσοι και τόσοι ναυτικοί είναι το μπλε ή το μαύρο της επιφάνειας.
Η θάλασσα είναι σαν την τέχνη αποφάσισα. Όταν ακούς τη λέξη θάλασσα, το μυαλό σου κάνει εικόνα την επιφάνειά της και το μπλε. Νιώθεις όμως τη δύναμή της γιατί ακριβώς ξέρεις τι υπάρχει από κάτω. Ο κόσμος που έχτιζε εδώ και εκατομμύρια χρόνια στο βυθό είναι αυτός που τελικά της έδωσε αυτή τη δυνατή, υπέροχη επιφάνεια.
++
Comments